χαιρετισμός — greeting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιρετισμός — ο, ΝΜΑ [χαιρετίζω] 1. το να προσφωνεί κανείς κάποιον που συναντά με τις λέξεις χαίρε, χαίρετε ή άλλη σχετική 2. απόδοση καθιερωμένων τιμών σε κάποιον ή σε κάτι (α. «ο χαιρετισμός τής σημαίας» β. «ὁ τῶν ἀπὸ Συρίας ἐρχομένων πρέσβεων πρὸς τὸν… … Dictionary of Greek
χαιρετισμοί — χαιρετισμός greeting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιρετισμοῦ — χαιρετισμός greeting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιρετισμούς — χαιρετισμός greeting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιρετισμῶν — χαιρετισμός greeting masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιρετισμόν — χαιρετισμός greeting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπασμός — ο (AM ἀσπασμός) [ασπάζομαι] 1. το φίλημα 2. ο χαιρετισμός μσν. νεοελλ. 1. ο ύστατος χαιρετισμός, ο «τελευταίος ασπασμός» προς νεκρό 2. ο εναγκαλισμός των συλλειτουργούντων κληρικών κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας νεοελλ. 1. το φίλημα, η… … Dictionary of Greek
καλημέρα — (Μ καλημέρα) 1. επιφών. χαιρετισμού 2. ως ουσ. η καλημέρα ο χαιρετισμός με το επιφών. ευχής «καλημέρα» 3. (γενικά) χαιρετισμός, κοινωνική σχέση και γνωριμία («δεν θέλω ούτε την καλημέρα σου»). [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή… … Dictionary of Greek
προσκύνηση — η / προσκύνησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσκυνῶ] 1. η ενέργεια τού προσκυνώ, η εκδήλωση ευλαβούς λατρείας και τιμής, ιδίως προς το θείο («η προσκύνηση τών Μάγων») 2. εκδήλωση πιστής υποταγής σε πρόσωπο («τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐλευθερωτάτους προσαναγκάσεις ἐς… … Dictionary of Greek